Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Το τέλος του ορθολογικού καπιταλισμού του ΤΖΩΝ ΜΠΕΛΛΑΜΥ ΦΟΣΤΕΡ*.


Ο κυρίαρχος μύθος του εικοστού αιώνα ήταν εκείνος του «ορθολογικού καπιταλισμού». Οι δύο οικονομολόγοι που έκαναν τα περισσότερα για να προωθήσουν την ιδέα αυτή, ήταν ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes) και ο Τζόζεφ Σούμπετερ (Joseph Schumpeter).

Αμφότεροι αντιδρούσαν στη μεγάλη ιστορική κρίση του καπιταλισμού, που εκδηλώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Μεγάλο Κραχ του Μεσοπολέμου και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στον απόηχο της μεγαλύτερης σειράς αγριοτήτων που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, που συνοδευόταν επίσης από την άνοδο μιας εναλλακτικής λύσης στη Σοβιετική Ένωση, ήταν απαραίτητο ο καπιταλισμός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να επανεγκαθιδρυθεί τόσο ιδεολογικά, όσο και υλικά.

Σε ό,τι αφορά την ιδεολογική απαίτηση, οι δύο οικονομολόγοι που συνέβαλαν σε αυτήν αποτελεσματικότερα, ήταν ο Κέυνς και ο Σούμπετερ – όχι μόνο γιατί οι ίδιοι αποτελούσαν την επιτομή των καλυτέρων στοιχείων της αστικής οικονομικής ιδεολογίας, αλλά και επειδή ήταν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αστικής οικονομικής επιστήμης. Με την ανάλυσή τους προσδιόρισαν τα προαπαιτούμενα ενός ορθολογικού καπιταλισμού και την ελπίδα, τουλάχιστον, ότι τα προαπαιτούμενα αυτά θα μπορούσαν να επιτευχθούν.

Ας δούμε την περίπτωση του Κέυνς πρώτα: Ο Κέυνς, με έδρα το Καίημπριτζ της Αγγλίας, ήταν η ενσάρκωση του ορθολογικού καπιταλισμού. Όχι μόνο αντιλαμβανόταν τις αντιφάσεις του συστήματος, αλλά και πίστευε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ορθολογικής διαχείρισης.

Αυτό ήταν αληθές σε ό,τι αφορά τόσο τις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, όσο και τη ρύθμιση των εσωτερικών αντιφάσεων της διαδικασίας συσσώρευσης. Στο βιβλίο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (The Economic Consequences of the Peace, 1919) ασκούσε κριτική στη Συνθήκη των Βερσαλλιών για τις ληστρικές πολεμικές αποζημιώσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν, όπως εκτιμούσε, σε έναν καινούριο παγκόσμιο πόλεμο.

Η απάντηση του Κέυνς στο μεγάλο οικονομικό κραχ του Μεσοπολέμου ήταν το μεγάλο του έργο Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος,[1] (The General Theory of Employment, Interest and Money, 1936), που κατέρριπτε το Νόμο του Σαίυ[2]. Για πρώτη φορά δόθηκε στην κατεστημένη οικονομική φιλολογία σοβαρή προσοχή στη φύση των δομικών οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού και στο τι μπορούν τα κράτη να κάνουν για να τις αντιμετωπίσουν.

Για τον Κέυνς το «κλειδί» ήταν η μεσολάβηση του κράτους, ώστε να εξασφαλίσει επαρκή πραγματική ζήτηση και να εγγυηθεί πλήρη απασχόληση. Όπως σημείωσε και ο Πωλ Σουήζυ στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης πριν από δέκα χρόνια,[3] ο Κέυνς πίστευε επίσης ότι η άνοδος και η επικράτηση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του 1920, σήμανε το τέλος της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, μετατρέποντας την παραγωγική επιχείρηση, όπως έλεγε, σε μια «φούσκα πάνω σε μια δίνη κερδοσκοπίας».

Καλούσε, λοιπόν, σε «ευθανασία τους ραντιέρηδες». Υποστήριξε το μετριασμό της ελεύθερης αγοράς και έως ένα βαθμό εθνική αυτάρκεια, ως απάντηση στις παγκοσμιοποιητικές επιρροές της εποχής του. Υπήρξε ένας από τους βασικούς «αρχιτέκτονες» του συστήματος του Μπρέττον Γουντς (Bretton Woods), που σχεδιάστηκε για να σταθεροποιήσει το παγκόσμιο εμπόριο και τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά μέσω της δημιουργίας της Γενικής Συμφωνίας για τους Δασμούς και το Εμπόριο (General Agreement on Tariffs and Trade -GATT), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Εν γένει ο κεϋνσιανισμός θεωρείται ότι στρεφόταν προς τη σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας ως εκδηλώσεις της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Έμοιαζε να προοιωνίζεται μια μεταρρύθμιση, που βασιζόταν σε έναν πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Στην αρχή της περιόδου του μεγάλου κραχ του 1930, ο Κέυνς είχε συγγράψει ένα δοκίμιο με τίτλο «Οι οικονομικές δυνατότητες των εγγονών μας», στο οποίο δήλωνε ότι το οικονομικό πρόβλημα, υπό την έννοια της ικανοποίησης των αναγκών επιβίωσης των πάντων, θα μπορούσε να λυθεί στις πλούσιες κοινωνίες σε εκατό χρόνια. Το θέμα τότε θα ήταν το πώς θα αντιμετωπίζαμε τον ελεύθερο χρόνο, καθώς η εργάσιμη εβδομάδα θα περιοριζόταν σε τρεις ώρες την ημέρα, σύνολο δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα. Στο σημείο αυτό –ισχυριζόταν– θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας καινούριος ηθικός κώδικας, ώστε να «βγάλει την ανθρωπότητα από τη σήραγγα της οικονομικής αναγκαιότητας στο φως». Μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, όμως, ο κόσμος θα έπρεπε να ανεχτεί έναν αλλοτριωμένο ηθικό κώδικα, κατά τον οποίο «το δίκαιο είναι άδικο και το άδικο δίκαιο», σε έναν κώδικα, δηλαδή, που βασίζεται στην απληστία και στην εκμετάλλευση, που σχετίζεται με τη συσσώρευση του κεφαλαίου.

Ο Σούμπετερ, με βάση το Χάρβαρντ των ΗΠΑ, υπήρξε μια πιο συντηρητική φυσιογνωμία και ήταν αντίθετος στον κεϋνσιανισμό και τον Κέυνς. Προώθησε την ιδέα του ορθολογικού επιχειρηματία ως ουσία του καπιταλισμού, επιμένοντας ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των μονοπωλίων/ολιγοπωλίων, παρότι αναπόφευκτη, θα μπορούσε να οδηγήσει τελικά στο θάνατο του καπιταλισμού.

Αντιπαρατέθηκε στις ιδέες περί δομικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, εφαρμόζοντας τη θεωρία των μακρών κύκλων –του πεντηκονταετούς κύκλου Κοντράτιεφ– για να εξηγήσει λογικά τη μακρά κάμψη που συσχετίσθηκε με το μεγάλο κραχ.

Ο Σούμπετερ είχε θεμελιώδεις αντιρρήσεις με τα όσα υποστήριζε ο Άλβιν Χάνσεν (Alvin Hansen), ο επιφανέστερος Αμερικανός υποστηρικτής του Κέυνς, ο οποίος έλεγε ότι ο καπιταλισμός έτεινε προς την οικονομική στασιμότητα για οικονομικούς λόγους. Τα προβλήματα του καπιταλισμού, κατά τον Σούμπετερ, ήταν κοινωνιολογικά: το τέλος των απαραίτητων εξωτερικών συνθηκών για την ελεύθερη ανάπτυξη της επιχειρηματικής λειτουργίας.

Σε ένα κεφάλαιο για τα «τείχη που καταρρέουν», στο σπουδαίο του έργο, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία (Capitalism, Socialism and Democracy, 1942)[4] εξήγησε το πώς η «απο-υλοποιημένη, στερημένη λειτουργικότητας και απούσα ιδιοκτησία» μαζί με την «εκμηχάνιση της προόδου» υπό την κυριαρχία του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, αφαίρεσε τη ζωντάνια από την επιχειρηματικότητα, υπονομεύοντας τη ζωτική της λειτουργία και μαζί με αυτήν και το καπιταλιστικό σύστημα.


John Bellamy Foster, «The End of Rational Capitalism», Monthly Review, Vol. 56, No 10, Μάρτιος 2003. Μετάφραση: Μιχάλης Παναγιωτάκης.

1. Στα ελληνικά εκδ. Παπαζήσης (χωρίς χρονολογία έκδοσης).
2. Say’s Law: η ορθόδοξη άποψη των οικονομικών της προσφοράς, ότι η προσφορά δημιουργεί την ίδια της τη ζήτηση.
3. Βλ. «The Triumph of Financial Capital», Monthly Review, Vol. 47, No 2, Ιούνιος 1994.
4. J. A. Schumpeter, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, ΚΕΠΕ, Αθήνα 1972.
5. Joseph Schumpeter, The Economics and Sociology of Capitalism, Princeton University Press, Princeton 1991, σελ. 194, 301.·Η επιχειρηματολογία του Σούμπετερ σχετικά με το μονοπώλιο στο Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία συχνά παρεξηγείται ως μια απλή και άμεση υπεράσπιση της οικονομικής συγκέντρωσης. Όπως συνήθιζε, ο Σούμπετερ υπερασπιζόταν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική βάση των γιγαντιαίων επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα τις έβλεπε να υπονομεύουν τα κοινωνιολογικά θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
6. New Deal (Νέα συμφωνία): τα παρεμβατικά προγράμματα και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του ’30 από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρούσβελτ ως απάντηση στο οικονομικό κραχ. (Σ.τ.Μ.)
7. Μπαράν και Σουήζυ, Μονοπωλιακός καπιταλισμός, εκδ. Gutenberg.
8. Η εποχή του ιμπεριαλισμού, εκδ. Μπουκουμάνης.
9. Βλ. «The Stagnation of Employment», Monthly Review, Vol. 55, No 11, Απρίλιος 2004.
10. Βλ. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2000.
11. Αναφέρεται στο The Power of Ideology του Istvan Meszaros, New York University Press, Νέα Υόρκη 1989, σελ.63.
12. Daniel Singer, Is Socialism Doomed?, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1988, σελ. 277.



Δεν υπάρχουν σχόλια: