Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Πραγματική οικονομία και διάφορες αλήθειες για την κρίση.


Είναι σχεδόν αναπόφευκτο κάθε φορά που διανύουμε περιόδους οικονομικής ύφεσης να μην ξεκινήσει και η συζήτηση για τον τρόπο εξόδου από την κρίση. Τότε είναι συνήθως που διάφορες ιδεολογικές διαμάχες ξεσπούν και γέννιουνται ποικίλα ερωτήματα.

Ποια οικονομική πολιτική θα οδηγήσει την οικονομία εκτός ύφεσης; Ποια οικονομική σχολή θα δημιουργήσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για περισσότερες θέσεις εργασίας και διατηρήσιμη ανάπτυξη; Ποιοι θα μας οδηγήσουν σε ανάπτυξη χωρίς πληθωρισμό;


Δυο είναι οι επικρατέστερες οικονομικές σκέψεις, οι οποίες συγκρούονται στα παραπάνω ερωτήματα. Η πρώτη υποστηρίζει πως μόνο με κρατική παρέμβαση στους τομείς φορολογήσεως, επενδύσεων και κοινωνικής πολιτικής μπορεί να ελεγχθεί η ανεργία. Το κράτος πρέπει λοιπόν να επεμβαίνει για την τόνωση της ζήτησης, ως υποκατάστατο της ελλιπούς ιδιωτικής ζήτησης. Η συγκεκριμένη οικονομική σκέψη αναπτύχθηκε λεπτομερώς για πρώτη φορά στο βιβλίο του John Maynard Keynes, “The General Theory of Employment, Interest and Money”.

Σύμφωνα με την δεύτερη οικονομική σκέψη, το κράτος οφείλει να απέχει αυστηρά από κάθε παρέμβαση η οποία θα μεταφραζόταν υποχρεωτικά σε πληθωρισμό χωρίς να αυξάνει, παρά μόνο για πολύ μικρό διάστημα, την απασχόληση. Το κράτος επομένως έπρεπε να περιορίζεται στο να προμηθεύει μια ποσότητα νομισμάτων συμβατή με το ποσοστό του επιθυμητού πληθωρισμού.

Από δω προέρχεται ο όρος Μονεταρισμός, που είναι λίγο παράδοξος, καθώς οι μονεταριστές υποστήριζαν ότι το νόμισμα δεν μπορεί να αλλάξει τις πραγματικές σχέσεις ανάμεσα σε ζήτηση και προσφορά. Ως έννοια ο Μονεταρισμός εισήχθη το 1968 από τον Karl Brunner αλλά συνδέθηκε περισσότερο με το όνομα του Μ. Friedman και το έργο του για το ρόλο του χρήματος στη σύγχρονη οικονομία.

Οι δυο λοιπόν μεγάλες σχολές τις οικονομικής σκέψεις συγκρούονται κάθε φορά με σκοπό την έξοδο από την οικονομική κρίση. Στην Κεϋνσιανή σκέψη
αντιτάσσεται ο μονεταριστικός οικονομικός φιλελευθερισμός.

Συγκεκριμένα, από την άλλη πλευρά του ατλαντικού, «οι αμερικανικές αρχές, δημοσιονομικές και νομισματικές, φαίνονται αποφασισμένες να αποφύγουν τα λάθη που έγιναν στη Μεγάλη Ύφεση του ’30. Υψηλοί αξιωματούχοι της Fed υπογραμμίζουν ότι τα επιτόκια θα μείνουν κοντά στο μηδέν για πολύ καιρό ακόμη, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών δηλώνει ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί το λάθος του πρόωρου φρεναρίσματος της οικονομίας με τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης.

Με πρωταρχικό στόχο τη μείωση της ανεργίας, η οποία αριθμεί πλέον 15 εκατομμύρια ανθρώπους, η Κεϋνσιανή μανία στα αμερικανικά πολιτικά και οικονομικά πράγματα έχει ξεφύγει από τα έκτακτα μέτρα και έχει διεισδύσει βαθιά στη δημοσιονομική και την εισοδηματική πολιτική. Τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα εφαρμόζονται μέσω αύξησης των κρατικών δαπανών, προοιωνιζόμενα υψηλότερους φόρους για τις επιχειρήσεις, καθώς και για όλες τις εισοδηματικές τάξεις από τη μέση της κλίμακας κι επάνω. Επιπλέον, από τις 24 Ιουλίου αυξάνεται ο κατώτατος μισθός από 6,55 σε 7,25 δολάρια την ώρα».

Παρά τις ανησυχίες πως οι υψηλότεροι φόροι συνεπάγονται λιγότερες επιχειρηματικές προσπάθειες και, επομένως, λιγότερες θέσεις εργασίας το αμερικάνικο εγχείρημα φαίνεται πιο ελπιδοφόρο από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Επίσης, υπάρχουν φωνές που κινδυνολογούν λέγοντας πως η αύξηση των μισθών – βάση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης – θα οδηγήσει στην μείωση της ζήτησης του εργατικού δυναμικού και μάλιστα θα υπάρχει ζήτηση κυρίως για εργαζόμενους με λιγότερες δεξιότητες.

Από την άλλη πλευρά έχουμε την Ευρώπη, με νωπές τις μνήμες του υπερπληθωρισμού τόσο από τη δεκαετία του ’20 όσο και από τη δεκαετία του ’70, να έχει ασπαστεί πλήρως την ιδεολογία του πατέρα του Μονεταρισμού, Friedman, ο οποίος υποστήριζε ότι ο πληθωρισμός είναι παντού και πάντα νομισματικό φαινόμενο, οφείλεται, δηλαδή, στην υπερβολική αύξηση της προσφοράς του χρήματος. Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε πρόσφατα ότι το λάθος θα ήταν να πιστέψουμε ότι είναι πολύ νωρίς για αντιστραφούν τα έκτακτα επεκτατικά μέτρα.

Σε αυτή την οικονομική διαμάχη μόνο μια επιλογή κερδίζει. Μια μόνο οικονομική σκέψη θα μας οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Η γενεσιουργός αιτία της οικονομικής κρίσης διατυπώνεται πολύ ωραία από τον Karl Marx στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου.

"Η βασική αιτία κάθε πραγματικής κρίσης παραμένει πάντα η ένδεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές της δυνάμεις σαν όριό της να ήταν η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας”.

Mε άλλα λόγια, οι «ανησυχίες» ορισμένων πως εάν δοθούν αυξήσεις στους μισθούς και παράλληλα φορολογηθούν υψηλότερα οι επιχειρήσεις θα οδηγήσει σε αδιέξοδο, είναι λάθος. Στην πραγματικότητα εάν συμβεί το αντίθετο, τότε είναι που βάζουμε τις βάσεις για την οικονομική κρίση.

Από την μια, το κεφάλαιο – όχι με ταξικούς όρους μόνο, έχει την τάση να αναζητά την μεγιστοποίηση του. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λίγους. Ειδικά σε περιόδους κρίσεων, όπως παράδειγμα αυτή που διανύουμε, το ρίσκο αυξάνεται και οι επιχειρήσεις μειώνουν τις επενδύσεις με άγνωστο το πότε θα το αποφασίσουν. Ακόμη, το επιπλέον χρήμα από την μείωση της φορολογίας δεν συνεπάγεται και την αύξηση των επενδύσεων τους. Όταν μια επιχείρηση καλύπτει από τα ήδη υπάρχοντα κέρδη, τις τρέχουσες ανάγκες της, τείνει να αποταμιεύει την διαφορά μεταξύ πραγματικών εσόδων και τρεχουσών δαπανών. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ψυχολογικό παράγοντα. Την προτίμηση γενικότερα για άμεση διάθεση χρημάτων, αντί για επένδυση: προτίμηση της ρευστότητας. Και τέλος, οι επενδύσεις όταν και εάν αποφασιστούν να γίνουν, είτε επενδύονται σε εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου των κρατικών επιχειρήσεων, είτε ακόμη απλά καταναλώνονται σε αγορές για χάρη των διοικήσεων των επιχειρήσεων. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει το κράτος. Πιο συγκεκριμένα, η φορολογική πολιτική των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων εκφράζει το κράτος δικαίου.

Έτσι μέσω μιας μορφής φορολογίας που δεν σταματά απλά στην πιο δίκαιη απόδοση άμεσων και έμμεσων φόρων, αλλά δίνει κίνητρα στους μικρομεσαίους να έχουν ειλικρινείς φορολογικές δηλώσεις εκφράζεται το κράτος δικαίου. Παράλληλα καταπολεμά τα υπερκέρδη των λίγων με υψηλότερη φορολογία προς αυτούς και όχι με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μόνο. Την ίδια στιγμή δίνει κίνητρα για επενδύσεις (όχι με αποκρατικοποιήσεις), αλλά και ρυθμίζει τις ισορροπίες και την δυναμική ιδιωτών και επιχειρήσεων μέσω του νομίσματος και των επιτοκίων.

Από την άλλη, όταν η ζήτηση των καταναλωτών μειώνεται, τότε το κράτος δεν μπορεί να αναζητά την λύση στο πρόβλημα, βάζοντας υψηλότερη φορολογία στους καταναλωτές και αγνοώντας την ψυχολογία τους. Έναν σημαντικό δηλαδή, ρυθμιστικό παράγοντα για την τάση των κινήσεων τους στην αγορά. Σε αυτό το σημείο το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει για να τονώσει την ζήτηση των ιδιωτών. Παρά τους κινδύνους, ακόμη και ένα κράτος όπως η Ελλάδα που υπάρχει μέσα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο εμπόριο και έχει υψηλό δημόσιο χρέος, έχει την δυνατότητα να τονώσει την ζήτηση.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί πρώτον με τακτοποίηση των δημοσιονομικών της χώρας. Και τακτοποίηση δεν σημαίνει μείωση των κρατικών δαπανών. Αντίθετα, πρέπει μέσω αναδιανομής και διαφάνειας (μισθολογικά κ.α.) να καταπολεμηθούν οι ανισότητες και η συγκέντρωση κρατικής περιουσίας σε λίγους. Ως φυσικό επακόλουθο θα είναι η δυνατότητα αύξησης των κρατικών δαπανών. Κάνοντας τα παραπάνω, αλλά και επιπλέον με υιοθέτηση σκληρών μέτρων θα οδηγήσει και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Σκληρά μέτρα όχι εις βάρος των μικρομεσαίων, αλλά μέτρα που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές εκείνες δυνάμεις οι οποίες ρυθμίζουν (ή αλλιώς ελέγχουν) τις αγορές σήμερα. Ακόμη άμεσες διαρθρωτικές αλλαγές, όπως μηχανισμοί για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και δίκαιη φορολογία για την κοινωνία, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και ως επακόλουθο την αύξηση της ροπής προς κατανάλωση, που τόσο χρειάζεται η αγορά για να επιβιώσει.

Είναι ξεκάθαρο πως τα οικονομικά του Κεϋνς, αλλά και τάσεις τις Κεϋνσιανής οικονομίας μέσα από μια σύγχρονη και προοδευτική ματιά, μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία εκτός ύφεσης και επιπλέον να την ενισχύσουν. Η ενίσχυση σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δοθεί στις τράπεζες που θα κλείσουν δικές τους τρύπες και θα 'ναι φειδωλές στις χρηματοδοτήσεις, αλλά απ' ευθείας σε εκείνους που 'χουν πραγματική ανάγκη. Στους μισθωτούς, στους συνταξιούχους, στους ανέργους, οι οποίοι θα τρέξουν αμέσως να ψωνίσουν στα μαγαζιά, θα αυξηθεί η κατανάλωση, θα κινηθεί η αγορά και θα ξαναζωντανέψει η οικονομία. Έτσι, όσοι έχουν το χρήμα νεκρό και ήταν επιφυλακτικοί θα επανεπενδύσουν.

Οι τράπεζες και το νόμισμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από απλά ρυθμιστικά εργαλεία της πραγματικής οικονομίας. Όταν όμως αποκτούν κεντρικό ρόλο, τότε υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τους κερδοσκόπους και κατ' επέκταση συγκέντρωση κερδών σε λίγους. Από εκείνο το σημείο και μετά η οικονομία μετατρέπεται σε καζίνο και οι αβεβαιότητες που έτσι και αλλιώς υπάρχουν στην φύση της οικονομίας γιγαντώνονται και οδηγούμαστε σε κρίση και αδιέξοδο.

Χρειάζεται τόλμη και συγκεκριμένες κινήσεις, διότι χρήματα υπάρχουν αλλά δυστυχώς σε λίγους που τα διαχειρίζονται ως στοιχήματα και επέκταση του εγώ τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: